Η διάλυση της δημόσιας-δωρεάν παιδείας φαίνεται να είναι κορυφαία θεματική στην ατζέντα της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης. Δε χρειάζεται να ανατρέξει πολύ μακριά κανείς, φτάνει να αναλογιστεί το 2006 και την πρόταση που κατέθεσε στη βουλή η τότε υπουργός παιδείας Μ. Γιαννάκου, η οποία μεταξύ άλλων περιελάμβανε την αναθεώρηση του άρθρου 16, αναθεώρηση που θα επέτρεπε τη ίδρυση μη κρατικών ιδρυμάτων ανώτατης εκπαίδευσης (δηλ. ιδιωτικών πανεπιστημίων). Το φοιτητικό και μαθητικό κίνημα κέρδισε αυτή τη μάχη στο δρόμο μέσα από καταλήψεις και κινητοποιήσεις που ξέσπασαν σε όλη τη χώρα και που παρά τη βίαιη καταστολή τους από το κράτος κράτησαν για περίπου έναν χρόνο, καταφέρνοντας τελικά τη μη αναθεώρηση του άρθρου.
Από το 2009 και μετά, με το βάθεμα της καπιταλιστικής κρίσης, η συνολική αναδιάρθρωση της παιδείας κατέστη πιο αναγκαία από ποτέ για την επίτευξη δύο στόχων: την άμεση εξοικονόμηση χρημάτων για την υπέρβαση της κρίσης αλλά και τη λειτουργία της εκπαίδευσης ως φορέα της νέας εργασιακής και κοινωνικής πραγματικότητας. Από τότε πολλές κυβερνήσεις έχουν απέλθει και όλες δούλεψαν προς αυτή την κατεύθυνση πετσοκόβοντας κάθε φορά τις δαπάνες για την παιδεία που πλέον έχουν μειωθεί κατά 70%. Ωστόσο το 2011 υπήρξε σταθμός: ψηφίστηκε στη βουλή ο νέος νόμος-σχέδιο της Διαμαντοπούλου για την αναδιάρθρωση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Ο νόμος αυτός προέβλεπε την κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου, περιόρισε το χρόνο σπουδών σε ν+ν/2 έτη, περιόρισε τα δικαιώματα σε δωρεάν σίτιση, ενώ πολλοί φοιτητές πετάχτηκαν στο δρόμο αφού έχασαν τις θέσεις τους στις εστίες.
Το 2013 ήρθε στο προσκήνιο ένα άλλο κομμάτι του ίδιου νόμου, γνωστό με το όνομα «σχέδιο Αθηνά». Το σχέδιο αυτό προέβλεπε την κατάργηση ολόκληρων τμημάτων και σχολών, τη συγχώνευση και τη μεταφορά τμημάτων σε άλλες πόλεις και την επακόλουθη μείωση των εισακτέων και των εργαζομένων στην εκπαίδευση. Πρόκειται ουσιαστικά για την αναδιαμόρφωση του χωροταξικού χάρτη της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, τη δημιουργία δηλαδή θεματικών πανεπιστημίων στα πρότυπα του εξωτερικού προκειμένου να γίνουν ελκυστικά προς τους επενδυτές. Πολλά ΑΕΙ και ΤΕΙ άλλωστε έχουν ήδη βρει τους επενδυτές τους. Για την ακρίβεια, πρόκειται για το νέο διοικητικό όργανο που εισήλθε στις σχολές το 2012 το οποίο αποτελείται κυρίως από εξωπανεπιστημιακούς και στο οποίο όργανο έχουν ανατεθεί όλες οι βασικές λειτουργίες του πανεπιστημίου.
Αναφορικά με την πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, αυτή βάλλεται επίσης από το 2011 με το «πρόγραμμα Καλλικράτης» που συγχώνευσε ή έβαλε λουκέτο σε πολλά σχολεία της χώρας. Φτάνοντας στο 2013 η μέση εκπαίδευση έρχεται αντιμέτωπη με το «νέο Λύκειο». Γενικά φαίνεται πως το 2013 είναι η χρονιά της κατάργησης αφού μέσα σε λίγους μήνες καταργήθηκαν κάποιες εκατοντάδες τμήματα και ειδικότητες σε ΑΕΙ και ΤΕΙ αλλά και σε ΕΠΑΛ και ΕΠΑΣ (ενώ αντίστοιχα τμήματα άνοιξαν σε ΙΕΚ και κολλέγια που πλέον έχουν το «μονοπώλιο»), κάτι που μεταφράζεται σε μείωση κάποιων χιλιάδων μαθητών, φοιτητών και εργαζομένων. Πιο συγκεκριμένα, για το Γενικό Λύκειο προβλέπεται η προσμέτρηση όλων των μαθημάτων και από τις 3 τάξεις του Λυκείου για την πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, αφού δε θα μετρά μόνο ο βαθμός των τελικών εξετάσεων των μαθημάτων προσανατολισμού αλλά και ο βαθμός απόλυσης από κάθε τάξη. Επιπλέον για την προαγωγή στην επόμενη τάξη είναι αναγκαία η βάση του 10 ή του 8 στα μαθήματα προσανατολισμού και γενικής παιδείας αντίστοιχα, αφού πλέον δεν συμψηφίζονται σε ένα γενικό μέσο όρο 10. Όσον αφορά τα ΕΠΑΛ, ο τρόπος προαγωγής είναι ο ίδιος, μόνο που οι μαθητές χάνουν τη δυνατότητα να επανεξεταστούν σε οποιοδήποτε μάθημα το Σεπτέμβρη και αναγκάζονται να επαναλαμβάνουν την τάξη. Με την απόλυση από το λύκειο δίνεται η δυνατότητα «επιπλέον κατάρτισης» και της χορήγησης πτυχίου επιπέδου 4 (αντί για 3) το οποίο προϋποθέτει την άμισθη εργασία του μαθητή για έναν χρόνο σε έναν φορέα επιλεγμένο από το σχολείο. Στη συνέχεια δίνεται η δυνατότητα παραμονής του εκπαιδευόμενου στο φορέα για 2 χρόνια με μεροκάματο 9(!) ευρώ, φυσικά χωρίς ασφάλιση παρά μόνο για τις περιπτώσεις εργατικού ατυχήματος και μόνον όταν τα έξοδα δε μπορούν να καλυφθούν από κάποιο άλλο ταμείο.
Τελικά όμως πως διαμορφώνουν τη σύγχρονη εκπαιδευτική πραγματικότητα όλες αυτές οι μεταρρυθμίσεις; Φαίνεται πως οικοδομήθηκε ένα εκπαιδευτικό σύστημα ανάλογο της πραγματικότητας που το γέννησε. Ο κοινωνικός ιστός είναι σαφώς διαχωρισμένος στην οικονομική ελίτ που ασκεί την εξουσία και στο φτωχό εξουσιαζόμενο προλεταριάτο. Ακόμα και η άλλοτε αναγκαία ψευδαίσθηση της ύπαρξης μίας μεσαίας τάξης στην οποία μπορούσε να ανέλθει κανείς μέσω της εκπαίδευσης και της αφοσίωσης στη σκληρή εργασία, πλέον έχει καταρρεύσει αφού το σύστημα φτάνοντας στον ολοκληρωτισμό του δεν έχει πλέον ανάγκη αυτή την ψευδαίσθηση για τη διατήρησή του. Η ταξική και κοινωνική διάκριση πλέον είναι σαφής από νωρίς και τα παιδιά των φτωχών γνωρίζουν ότι θα γίνουν αυτό για το οποίο εξαρχής προορίζονταν: Φτηνοί εργάτες, ανειδίκευτοι και ελάχιστα καταρτισμένοι, ευέλικτοι και αναλώσιμοι ως προς τις περιστασιακές ανάγκες της αγοράς εργασίας.
Το γενικό λύκειο μετατρέπεται σε πεδίο για λίγους και εκλεκτούς, καθώς με το βαθμό πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση να εξαρτάται από όλα τα μαθήματα και των τριών τάξεων και την προαγωγή από τη μία τάξη στην άλλη να έχει δυσκολέψει, οι μαθητές/τριες είναι αναγκασμένοι/ες να πηγαίνουν σε φροντιστήρια και τα τρία χρόνια σε πολύ περισσότερα μαθήματα. Μία τέτοια συνθήκη αποσκοπεί όχι μόνο στην οικονομική αφαίμαξη όσων ακόμα ονειρεύονται «μεγαλεία» για τα παιδιά τους αλλά και εγείρει τη βαθμοθηρία, τον ανταγωνισμό και την εντατικοποίηση, χαρακτηριστικά που είναι απαραίτητα για την εργασιακή πραγματικότητα που διαμορφώνεται.
Για τα παιδιά των ήδη εξαθλιωμένων από τη φτώχια, που αποτελούν και την πλειοψηφία, σαν μοναδική διέξοδος απομένουν τα επαγγελματικά λύκεια. Εκεί η προαγωγή από τη μία τάξη στην άλλη είναι ακόμα δυσκολότερη, εφόσον δεν υπάρχει η δυνατότητα της επανεξέτασης και λαμβάνοντας υπόψη το όριο των 20 ετών για τη φοίτηση σε πρωινό λύκειο είναι βέβαιο πως πολλά παιδιά δε θα τα καταφέρουν και θα εγκαταλείψουν. Οι απόφοιτοι στη συνέχεια θα έρθουν αντιμέτωποι με την «τάξη μαθητείας», όπου ουσιαστικά θα εργάζονται για έναν ολόκληρο χρόνο χωρίς μισθό και ασφάλιση, επιτρέποντας έτσι την απόλυτη άντληση υπεραξίας, απλώς για ένα «καλύτερο πτυχίο». Στη συνέχεια, εκμεταλλευόμενοι και πάλι την εξαθλίωση και την προσωρινή ανακούφιση μπροστά στο φόβο της ανεργίας και της απόλυτης ανέχειας οι καταρτιζόμενοι/ες θα μπορούν να παραμένουν στις θέσεις τους ως εργαζόμενοι για μεροκάματο των 9 ευρώ. Φυσικά αυτό καμία σχέση δεν έχει με την «καταπολέμηση της ανεργίας στους νέους», αλλά με την υπέρβαση της καπιταλιστικής κρίσης στις πλάτες των νέων, καθώς δεν πρόκειται για το άνοιγμα νέων θέσεων εργασίας αλλά για την αντικατάσταση των παλιών εργαζομένων από νέους και φτηνότερους. Είναι πολύ πιθανό τελικά κάποιοι να βρεθούν να δουλεύουν στη θέση του πατέρα ή της μητέρας τους.
Όσους/ες τελικά καταφέρουν να εισαχθούν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση τους περιμένει ένας νέος κύκλος εξοβελισμού: Τα στεγαστικά επιδόματα για τους φοιτητές από άλλες πόλεις έχουν πετσοκοπεί, ο αριθμός των φοιτητών που δικαιούνται δωρεάν σίτιση έχει περιοριστεί κατά πολύ, έχουν χαθεί θέσεις σε εστίες καθώς είναι αδύνατον να συντηρηθούν, τα δωρεάν συγγράμματα καταργούνται και σε πολλές περιπτώσεις οι φοιτητές αναγκάζονται να πληρώνουν για τα εργαστηριακά υλικά που χρησιμοποιούν. Για τη μείωση του εκπαιδευτικού προσωπικού καταργήθηκε η εισαγωγή των φοιτητών σε δύο εξάμηνα (Α χειμερινό και Α εαρινό), καταργώντας έτσι ταυτόχρονα δύο εξεταστικές περιόδους κάτι που σε συνδυασμό με την επαναφορά των μαθημάτων-αλυσίδων και τον περιορισμό του χρόνου σπουδών σε ν+ν/2 πετά φοιτητές πολύ σύντομα έξω από τη σχολή.
Ένας άλλος καθοριστικός παράγοντας της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, είναι τα συμβούλια διοίκησης του εκάστοτε ΑΕΙ ή ΤΕΙ. Πρόκειται για ένα νέο διοικητικό όργανο επιφορτισμένο με όλες τις βασικές λειτουργίες της σχολής, αποτελούμενο από καθηγητές και εξωπανεπιστημιακούς στο ρόλο επενδυτή. Με την ύπαρξή τους το πανεπιστήμιο ουσιαστικά αποκτά χορηγούς και μετατρέπεται σε ιδιωτική επιχείρηση, αφού ως χορηγοί μπορούν να ασκούν πλήρη έλεγχο στις σχολές που χρηματοδοτούν, να καθορίζουν τις δαπάνες και το περιεχόμενο των σπουδών, το περιεχόμενο των ερευνών, το ωράριο των πρακτικών, το κόστος σπουδών, να προωθούν μεταρρυθμίσεις ανάλογα με τα οικονομικά τους συμφέροντα τα οποία είναι αντιστρόφως ανάλογα της φοιτητικής κοινότητας, να κερδοσκοπούν από την καταπάτηση των δικαιωμάτων των φοιτητών και των εργαζομένων και να παραπέμπουν σε πειθαρχικά συμβούλια. Για την προσέλκυση αυτών των καλοθελητών-managers ήταν απαραίτητη η αναδιαμόρφωση του χωροταξικού χάρτη της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης («σχέδιο Αθηνά») που εκτός των άλλων είχε ως συνέπεια την εισαγωγή πολλών λιγότερων χιλιάδων φοιτητών/τριών στις σχολές, τη μετακίνηση/διαθεσιμότητα/απόλυση χιλιάδων εργαζομένων καθώς και την κατάργηση δεκάδων ειδικοτήτων αφήνοντας το μονοπώλιο σε ιδιωτικές σχολές.
«Οι μεταρρυθμίσεις, λέει ο Αρβανιτόπουλος, είναι προσανατολισμένες στο συμβιβασμό της εκπαίδευσης με τις ανάγκες της εθνικής αναπτυξιακής στρατηγικής και τη σύνδεσή της με την επιχειρηματικότητα, την αγορά εργασίας και την οικονομική γεωγραφίας της χώρας καθώς και την παροχή ανταγωνιστικών πτυχίων». Εμείς λέμε πως χρόνια τώρα εθνική αναπτυξιακή στρατηγική σημαίνει ένα καθεστώς όπου ο φτωχός γίνεται συνεχώς φτωχότερος, η επιχειρηματικότητα και η αγορά εργασίας έχουν ανάγκη από φτηνούς και αναλώσιμους εργάτες και η ανταγωνιστικότητα περιγράφει μια συνθήκη όπου η μεγαλύτερη δυνατή παραγωγή με το μικρότερο δυνατό κόστος επιτυγχάνεται από εξαθλιωμένους εργαζομένους.
Η εκπαίδευση έχει περιθωριοποιήσει το σώμα, έχει απονεκρώσει το συναίσθημα και έχει αποκηρύξει οτιδήποτε παραπέμπει σε διασκέδαση και ανεμελιά. Όλα υπαινίσσονται αφοσίωση, τάξη και εργατικότητα γιατί το σχολείο διαμορφώνει τους αυριανούς εργαζομένους. Ιδανικά ο εργαζόμενος θα έπρεπε να είναι: υπάκουος, αφοσιωμένος, ανταγωνιστικός, αποδοτικός υπό πίεση, νοικοκύρης, φοβισμένος, να υπομένει στωικά την αθλιότητα που ονομάζεται εργασία, με βλέψεις να γίνει κάποτε αφεντικό και να αποχτήσει λεφτά, να μην ασχολείται με τα κοινά αλλά να κοιτά πως θα σώσει μόνο το τομάρι του. Αυτός είναι ο άνθρωπος που θα συντηρήσει καπιταλισμό και κράτος. Όλη αυτή η μεταρρυθμιστική μανία δεν αποδεικνύει τίποτα άλλο παρά ότι ο θεσμός του σχολείου είναι τόσο σάπιος όσο και το σύστημα από το οποίο προήλθε και αναπαράγει. Ως μια μικρογραφία της κοινωνίας εκεί καλλιεργούνται τα επιθυμητά πρότυπα και συμπεριφορές και εκεί καταπνίγεται οτιδήποτε μπορεί να φανεί επικίνδυνο για το σύστημα: Τα θεσμοθετημένα όργανα της εκπαίδευσης μυούν στην αρχή της εξουσίας αλλά και της υποταγής, συνηθίζουν το άτομο στο να του ασκείται έλεγχος και να αξιολογείται, εδραιώνουν ρόλους με βάση το φύλο, την εθνικότητα και την ταξική προέλευση, εγείρουν τον ανταγωνισμό, τον ατομικισμό, το ρατσισμό, τον εθνικισμό και το σκοταδισμό της θρησκευτικής αφοσίωσης, καταπνίγουν οποιαδήποτε συμπεριφορά αποκλίνει από την επιθυμητή τάξη πραγμάτων και καταστέλλουν/τιμωρούν ή απομονώνουν/αποβάλλουν οποιονδήποτε/οποιαδήποτε επιζητά τον αυτοκαθορισμό και την αυτοπραγμάτωσή του.
Δεν αρκεί μία εκπαίδευση με ισότιμη πρόσβαση για όλους, άλλωστε με τον έναν ή τον άλλον τρόπο η εκπαίδευση δεν ήταν ποτέ έτσι. Η καλλιέργεια του νου, του σώματος και των συναισθημάτων δε μπορεί να επιτευχθεί μέσω κανενός θεσμοθετημένου οργάνου. Το σχολείο απλώς εξοβελίζει την ελευθερία και κάθε μορφή διασκέδασης γι’ αυτό και κάνει την καταστροφή του τη μόνη δυνατή διασκέδαση.
Πρωτοβουλία αναρχικών Περάματος